Τρεις καθηγητές του πανεπιστήμιου της Πάντοβας προτείνουν: πρέπει να μελετηθεί διεπιστημονικά ο μηχανισμός που διαφυλάσσει τους ασυμπτωματικούς. Η σημασία του τρόπου ζωής για τον περιορισμό φλεγμονών

Εργαστηριακή ανάλυση κορωνοϊού – Reuters
Φανταστείτε ότι μία γωνιά του σπιτιού σας έχει πιάσει φωτιά. Και φανταστείτε, επίσης, μαχητικούς πυροσβέστες να ρίχνουν στα δωμάτια αφρό με τους πυροσβεστήρες αλλά με τόση πίεση που δεν είναι δυνατό να τους σταματήσουν ούτε όταν οι φλόγες έχουν τεθεί υπό έλεγχο, με αποτέλεσμα ο άτυχος (δηλαδή εσείς) στο τέλος να πεθάνει όχι από τη φωτιά αλλά πνιγμένος από τους αφρούς που δεν σταματούν. Η παρομοίωση με τον πυροσβεστήρα, που μόνο σε μερικούς είναι ελαττωματικός και δεν σταματάει, δείχνει με απλό τρόπο κάτι που- μήνες μετά από την αρχή της πανδημίας- είναι πλέον εμφανές.
Ό,τι δηλαδή οι νεκροί από Covid-19 δεν πέθαναν απευθείας από τον ιό, αλλά από την υπερβολική αντίδραση που εκδηλώθηκε από τον ίδιο τους τον οργανισμό για να αντιδράσει ενάντια στον εξωγενή παράγοντα.
Αυτό το γεγονός είναι πλέον ευρέως αποδεκτό, υπάρχουν όμως άλλα μυστήρια που περιβάλλουν αυτή τη νόσο που ήρθε από την Κίνα και παραμένει μέχρι και σήμερα άγνωστη σε μεγάλο βαθμό.
Πρώτα απ’όλα: γιατί μόνο ένα ελάχιστο μέρος των θετικών ασθενεί ή και πεθαίνει, ενώ η συντριπτική πλειονότητα από αυτούς συμπορεύεται μια χαρά με τον ιό και συχνότατα χωρίς να παρουσιάσει καν συμπτώματα;
Αν αυτό που μας σκοτώνει δεν είναι ο ίδιος ο ιός, αλλά μία υπερβολική αυτοάμυνα που ενεργοποιεί το σώμα μας πυροδοτώντας μία φλεγμονώδη αντίδραση που έχει προκαλέσει πάνω από 1,000,000 νεκρούς παγκοσμίως (ο αφρός του πυροσβεστήρα), ποιος είναι ο μηχανισμός αυτού του πράγματος; Ποιο είναι αυτό το «κάτι» που κάνει έτσι ώστε μέσα στην ίδια οικογένεια το ένα μέλος να πεθαίνει και το άλλο το πολύ να είναι θετικό αλλά χωρίς να ασθενήσει; Αυτό το μυστηριώδες ‘κάτι’ θα μπορούσε να είναι το κλειδί για να νικηθεί μία πανδημία που έχει γονατίσει τον κόσμο, αφού ένα εμβόλιο και φάρμακα πραγματικά αποτελεσματικά δεν προβλέπονται στο άμεσο μέλλον. Θα καταφέρουμε όμως να καταλάβουμε τι διαφυλάσσει τους ‘ασυμπτωματικούς’; Και είναι σωστό να τους ονομάζουμε έτσι; Δεν είναι ασθενείς αλλά δεν είναι και εντελώς υγιείς- αφού φιλοξενούν τον ιό- άρα τι είναι στην πραγματικότητα; Και είναι ή όχι μία αναπόφευκτη πηγή μετάδοσης;
Αν και έχουν σαν αφετηρία διαφορετικούς τομείς, ο μικροβιολόγος Andrea Crisanti, ο μοριακός βιολόγος Stefano Piccolo και ο βιοχημικός Fulvio Ursini του τμήματος μοριακής Ιατρικής του πανεπιστημίου της Πάντοβας συγκλίνουν σε μία κοινή άποψη: «Μέχρι σήμερα εργαστήκαμε με τα μέσα που μας παρέχει η επιδημιολογία, χωρίζοντας τον πληθυσμό σε υγιείς, ασθενείς, θεραπευμένους και θανόντες, μία απαραίτητη απλούστευση που δεν περιγράφει την πραγματική περιπλοκότητα και δεν μπορεί να προσδιορίσει τη σημαντικότατη συνιστώσα των ατόμων που έχουν προσβληθεί αλλά δεν έχουν συμπτώματα. Πιο σωστά θα έπρεπε να πούμε ότι στους ‘ασυμπτωματικούς’ συμπεριλαμβάνονται τόσο τα λίγα άτομα που σύντομα θα ασθενήσουν όσο και τα πολλά που θα παραμείνουν εντελώς υγιή, αυτά τα πολλά άτομα εμείς τα ονομάζουμε ‘ανεκτικά’. Αυτός ο όρος μας εισάγει στον πυρήνα του θέματος: «Το μεγαλύτερο μέρος των θετικών δεν εκδηλώνει την ασθένεια γιατί είναι ικανό να συμβιώσει με τον ιό». Είναι δηλαδή ανεκτικοί στον Sars-Cov-2.

Δεξιόστροφα: Fulvio Ursini, βιοχημικός - Andrea Crisanti, μικροβιολόγος- Stefano Piccolo, μοριακός βιολόγος
Το μυστικό των ‘ανεκτικών’
«Δεν είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους πολλοί αναπτύσσουν αυτή την ‘ανεκτικότητα’– ξεκαθαρίζει ο Andrea Crisanti– αλλά είναι φανερό ότι δεν οφείλεται στα αντισώματα». Το ίδιο σκεπτικό μπορεί να γίνει και αντίστροφα:
«Πρέπει να καταλάβουμε για ποιο λόγο μόνο ένα ελάχιστο μέρος των μολυσμένων ασθενεί σοβαρά». Και ξαναγυρνάμε πάλι στην αρχική παρομοίωση με τους πυροσβεστήρες, δηλαδή στην υπερβολική αντίδραση του οργανισμού ενάντια στον ιό: «Το σώμα μας για να αμυνθεί σε κάποιον που θεωρεί ‘άγνωστο’ ενεργοποιεί μία φλεγμονώδη απόκριση, αλλά αν αυτή βγει εκτός ελέγχου τότε στο τέλος βλάπτει εμάς τους ίδιους». Είναι σαν να ρίχνουμε μία βόμβα για να σκοτώσουμε ένα κουνούπι: το κουνούπι σίγουρα θα πεθάνει, αλλά μαζί του καταστρέφουμε κι εμάς.
Αυτή είναι μία ιδέα που επιβεβαιώνεται και από άλλα πεδία της ιατρικής αφού «παρόμοιες καταστάσεις είναι γνωστές από καιρό έτσι ώστε να εξηγηθεί η εμφάνιση διαφόρων εκφυλιστικών ασθενειών, αλλεργιών, σήψης, μέχρι και καρκίνων»- υπογραμμίζει ο μοριακος βιολόγος Stefano Piccolo- «παθήσεις οι οποίες συχνά μπορούν να αποδοθούν ακριβώς σε μία υπερβολική απάντηση του οργανισμού στην προσπάθεια να πολεμήσει τον εχθρό». Αντιθέτως, τα ‘ανεκτικά’ άτομα για κάποιον άγνωστο λόγο διαθέτουν μία ικανότητα συγκατάβασης με τον εισβολέα, κάνοντας συνεχόμενους συμβιβασμούς αντί για να βγάλουν τα όπλα (τον πυροσβεστήρα, τη βόμβα) που στο τέλος επιφέρουν σοβαρές “παράπλευρες απώλειες”. Αλλά πώς το κάνουν;
«Η μελλοντική προοπτική είναι να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς έτσι ώστε να καταφέρουμε να επιτύχουμε την ανεκτικότητα στον Sars-Cov-2, όπως πρόσφατα πρότεινε και η Janelle Ayres στο Science», προσθέτει ο Crisanti.
Όταν ξεκίνησε η πανδημία του Κορωνοϊού, η καθηγήτρια φυσιολογίας του Salk Institute for Biological Studies μελετούσε ήδη από καιρό την έννοια της ‘ανεκτικότητας’ στα ποντίκια: μετά από τη χορήγηση μίας λοίμωξης που προκαλούσε διάρροια, αντιπαρέβαλε τους ιστούς των νεκρών πειραματόζωων με εκείνους αυτών που είχαν επιβιώσει, ψάχνοντας τις διαφορές. Η ανακάλυψη ήταν διαφωτιστική: «Τα ζώα που δεν είχαν εκδηλώσει την ασθένεια είχαν χρησιμοποιήσει τα αποθέματα γλυκόζης τους για να κατευνάσουν τα πεινασμένα βακτήρια, τα οποία, αφού ηρέμησαν, δεν αποτελούσαν πλέον απειλή», εξηγεί ο βιοχημικός Fulvio Ursini. Στην ουσία, τα ποντίκια και τα βακτήρια έκαναν ένα ‘συμβιβασμό’. Μετατρέποντας αυτή την παρατήρηση σε αγωγή, ο ίδιος μηχανισμός χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα ποντίκια που όλα επιβίωσαν, ακόμα και σε δόσεις με χίλιες φορές περισσότερα παθογόνα μικρόβια.
Αλλάζει, λοιπόν, η οπτική που από σήμερα η ιατρική πρέπει να κοιτάει, η οποία δεν είναι πλέον “πώς καταπολεμάται ο κορωνοϊός;”, αλλά “πώς αυξάνεται η ανοχή σε αυτόν; ”. Συνεπάγεται ότι πια το θέμα δεν είναι μόνο λοιμωξιολογικό, αλλά είναι απαραίτητη η εμβάθυνση στους μηχανισμούς της κυτταρικής βιολογίας όσον αφορά στην αλληλεπίδραση μεταξύ ξενιστή (ατόμου) και παθογόνου (ιού, βακτηρίου, κ.τ.λπ).
Οι ηλικιωμένοι ύπερ-αντιδραστικοί (σε αντίθεση με τις νυχτερίδες)
Σε αυτό το σημείο γίνεται φανερός και ο λόγος για τον οποίο, μέσα στη μάζα των θετικών, αυτοί που ασθένησαν ήταν κατά κύριο λόγο οι ηλικιωμένοι, όπου σίγουρα είναι οι πιο εκτεθειμένοι σε μία υπερβολική φλεγμονώδη αντίδραση (ο πυροσβεστήρας που δεν σταματάει), με άλλα λόγια, ‘οι λιγότερο ανεκτικοί’. Για να το εξηγήσει ο Ursini χρησιμοποιεί μία άλλη παρομοίωση, αυτή του διακόπτη: «Η απάντηση στον ‘εχθρό’ ενεργοποιείται από έναν διακόπτη on/off της φλεγμονής (το φλεγμονόσωμα) που στους ηλικιωμένους είναι δύσκολα ρυθμιζόμενο και συχνά μονίμως ενεργός». Δηλαδή, στην ουσία, με τα χρόνια ο μηχανισμός off είναι λιγότερο αποτελεσματικός. Και εκτός των ηλικιωμένων είδαμε ότι σε αυτούς τους τραγικούς μήνες εκείνοι που αρρώστησαν περισσότερο ήταν άτομα με μεταβολικές και καρδιοαγγειακές νόσους (π.χ. διαβήτη, υπέρταση, αγγειοπάθειες) και υπέρβαρα άτομα, δηλαδή κατηγορίες ανθρώπων στις οποίες οι ρύθμιση της φλεγμονώδους απόκρισης είναι λειτουργικά ανακριβής, όπως και στους ηλικιωμένους.
Μία περαιτέρω απόδειξη, αν και προς την αντίθετη κατεύθυνση, προέρχεται από το ζωικό βασίλειο. Οι νυχτερίδες είναι πρώτης τάξεως ‘υγιείς φορείς’ διαφόρων ιών, με τους οποίους συμβιώνουν, τους μεταδίδουν, μολύνουν άλλα είδη, χωρίς οι ίδιες να αρρωσταίνουν: είναι εξαιρετικά ‘ανεκτικές’.
«Αυτά τα θηλαστικά επωφελούνται ακριβώς από το γεγονός ότι το σύστημα φλεγμονώδους αντίδρασής τους είναι αργό και καθόλου ευαίσθητο», εξηγεί ο Ursini. Με λίγα λόγια, στον μηχανισμό on/off το ‘on’ τους είναι αργό και είναι ακριβώς αυτό που τις σώζει από τη γνωστή φλεγμονώδη καταιγίδα και που- εκτός των άλλων- υποστηρίζει και τη μακροζωία τους. «Κάτι που μπορεί να εξηγήσει και γιατί πολλοί υπέργηροι, αν και κόλλησαν, επέζησαν μια χαρά του Covid».
Πώς ρυθμίζεται ο πυροσβεστήρας;
Η προφανής ερώτηση που θέτει τώρα η επιστήμη είναι: πώς να ελέγξουμε την φλεγμονώδη απόκριση στα άτομα στα οποία αυτή γίνεται υπερβολική; «Ένα μέρος της απάντησης θα μπορούσε να είναι η ελεγχόμενη αυτοκτονία των κυττάρων που φιλοξενούν τον ιό», εξηγούν οι τρεις επιστήμονες του πανεπιστημίου της Πάντοβας, «είναι μία υπόθεση που βασίζεται σε γνωστά στοιχεία της βιολογίας, αλλά που θα πρέπει να επικυρωθεί και σε κλινικό επίπεδο». Με απλά λόγια: τα κύτταρα μας αναγνωρίζουν τον κορωνοϊό και για να τον καταπολεμήσουν ενεργοποιούν την φλεγμονή. Είναι σε αυτή τη φάση που η ελεγχόμενη αυτοκτονία του κυττάρου και όλου του ιικού του φορτίου μπορεί να επιφέρει το σβήσιμο της φλεγμονής. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να ελπίσουμε να αναπαραγάγουμε, στους πάντες, αυτό το τέλειο σύστημα επίθεσης- το οποίο σήμερα το έχουν μόνο οι ανεκτικοί- στον ιό, χωρίς παράπλευρες απώλειες.
Το πραγματικό φάρμακο; Ο τρόπος ζωής
Υπάρχει όμως κάτι που μπορούμε ήδη να κάνουμε όλοι μας, μέρα με τη μέρα, για να βοηθήσουμε την επίτευξη αυτής της κατάστασης, η οποία είναι βασική- όπως είδαμε- για την πρόληψη πολλών καρδιαγγειακών, εκφυλιστικών, μέχρι και ογκολογικών ασθενειών. «Από καιρό οι επιστημονικές μελέτες συμφωνούν στο γεγονός ότι ένας σωστός τρόπος ζωής μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά- εξηγεί ο Ursini- και αυτός εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διατροφή. Ουσιαστικά, το τι τρώμε και το πώς ζούμε έχει μία ισχυρή επίδραση στην ικανότητα ελέγχου της φλεγμονής». Πληθώρα μελετών δείχνει καθαρά τη σχέση μεταξύ μίας μη ορθής διατροφής και της αύξησης της βασικής φλεγμονής, αιτία που συμβάλει στην εμφάνιση των πιο συχνών παθήσεων της εποχής μας, Κορωνοϊού συμπεριλαμβανομένου. «Η μείωση των υπερβολικών θερμίδων, η κατανάλωση λαχανικών που είναι γνωστά για την αντιφλεγμονώδη δράση τους και η φυσική άσκηση είναι πιθανά αποτελεσματικά εργαλεία για την πρόληψη του Covid, όπως και των κυριότερων σύγχρονων παθήσεων», υπογραμμίζει ο Ursini, υπενθυμίζοντας ότι, παραδείγματος χάριν, «τα υπέρβαρα άτομα που νόσησαν από κορωνοϊό είχαν 113% περισσότερες πιθανότητες να νοσηλευθούν, 74% παραπάνω να νοσηλευθούν στην εντατική, 48% παραπάνω να πεθάνουν».
Στο μεταξύ προσοχή στους κανόνες
Μπροστά σε τόση πολυπλοκότητα είναι φανερό γιατί μέχρι και σήμερα ο Sars-Cov-2 μένει βασικά άγνωστος, παρά τις βεβαιότητες που μας σερβίρονται από τα τηλεοπτικά πάνελς και από αυτοσχέδιους ‘λοιμωξιολόγους’. Στις ανυπόστατες ειδήσεις που έπειτα διαψεύδονται από τα τραγικά στοιχεία των γεγονότων («οι ασυμπτωματικοί δεν μολύνουν», ή «μολύνουν πάντα», «ο ιός δεν σκοτώνει πλέον», «ο ιός έχει μεταλλαχθεί» κ.ά.) ο Crisanti εξαρχής αντέταξε ένα πιο σωκρατικό ‘ἕν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα’, όπου μέχρι και σήμερα, με την πανδημία να αυξάνεται εκθετικά σε όλο τον κόσμο, υπενθυμίζει ότι «αν η Ιταλία είναι σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με άλλες χώρες είναι εξαιτίας των μέτρων περιορισμού των προηγούμενων μηνών, τα οποία πρέπει υποχρεωτικά να συνεχιστούν: μέχρι και σήμερα για να αντιμετωπιστεί η πανδημία υπάρχει μόνο η αυστηρή τήρηση των κανόνων που δεν μπορούν να είναι αντικείμενο αμφιλεγόμενων εκτιμήσεων», επιμένει ο Crisanti. Οι μάσκες, η απολύμανση των χεριών, η κοινωνική αποστασιοποίηση, η ιχνηλάτηση και τα τεστ είναι η μόνη αποτελεσματική απάντηση, έως τώρα, αναμένοντας τα αποτελέσματα της έρευνας που θα μας μάθουν όλο και καλύτερα πώς ‘να συμβιώσουμε με τον ιό’: μία έκφραση που από την επιστημονική οπτική θεώρηση δεν σημαίνει να ελαχιστοποιούμε, αλλά να γίνουμε όλοι ‘ανεκτικοί’.
Πηγές: - Avvenire
- Science