Η πολυετής κλινική εμπειρία έχει δείξει καθαρά ότι ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ασθενών, ειδικά νεαρής ηλικίας, που πάσχουν από άσθμα δεν οφείλεται μόνο στους γνωστούς παράγοντες κινδύνου, όπως τα ακάρεα, η γύρη, οι λοιμώξεις και η ρύπανση, αλλά κυρίως σε κάποιες γενικότερες καταστάσεις οι οποίες είναι και πολύ πιο σημαντικές καθώς επηρεάζουν αρνητικά την υγεία του ατόμου και στο επίπεδο της κληρονομικής βιολογικής του υπόστασης και των μηχανισμών της επιγενετικής ρύθμισης.
Η βιολογία του ατόμου, ειδικά στις περιπτώσεις των χρόνιων παθήσεων, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ποτέ με απλοϊκό και επίπεδο τρόπο, με βάση κάποια κοντόφθαλμα μοντέλα αιτίας – αποτελέσματος, δηλαδή μόνο από μία περιορισμένη οπτική γωνία. Αντιθέτως, μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από την πολυπλοκότητα και πολυεδρικότητά της και να παρατηρηθεί στο πλαίσιο της διάστασης του χρόνου μέσω των διαφόρων περιστάσεων που σηματοδοτούν την πορεία της καθορίζοντας τόσο τις φυσιολογικές όσο και τις παθολογικές της εκφράσεις.
Γι αυτό το λόγο είναι μεγάλου ενδιαφέροντος μία πρόσφατη δημοσίευση της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου της Brescia της Ιταλίας που εκπονήθηκε βάσει του προγράμματος «Εγώ και το Άσθμα», το οποίο πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τα νοσοκομεία της πόλης και την ΜΚΟ Biomedical Research υπό την αιγίδα πρωτοπόρων αμερικανικών διεθνών κέντρων έρευνας, μεταξύ των οποίων το University of Pittsburgh School of Public Health και το Windber Research Institute in Pennsylvania.
Πρόκειται για μία σημαντική εργασία βασισμένη σε δράσεις δικτύωσης που κατέδειξε τη σχέση ανάμεσα στην αύξηση των κρουσμάτων άσθματος (περίπου 150 εκατομμύρια χρόνιοι ασθενείς στον κόσμο) και κάποιους μη υγιεινούς τρόπους ζωής.
Πράγματι αυτή η έρευνα, μέσω προσεκτικής παρακολούθησης περισσότερων από 700 ασθενών, απέδειξε πώς η λεγόμενη προσωπική «ευαισθητοποίηση», η οποία οδηγεί ακόμα και στην πρόωρη εκδήλωση του άσθματος, δεν είναι μόνο συνυφασμένη με τους γνωστούς παράγοντες κινδύνου, αλλά και με ποικίλες παθογενετικές καταστάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε συνέπειες λανθασμένων τρόπων ζωής όπως, για παράδειγμα, η αύξηση του καπνίσματος, η μη ισορροπημένη διατροφή, η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή.
Οι μη υγιεινοί τρόποι ζωής, λοιπόν, μπορούν να αποτελέσουν παθογενετικούς παράγοντες, μπορούν δηλαδή, είτε ξεχωριστά είτε στο σύνολό τους, να επιδράσουν αρνητικά και κατά τρόπο βαθύ σε ολόκληρη τη λειτουργική πραγματικότητα του ασθενούς, καθορίζοντας με την πάροδο του χρόνου όχι μόνο μία ενδεχόμενη αντιδραστικότητα ασθματικού τύπου, αλλά και μία πιο διαρθρωμένη και βαθύτερη γενική κατάσταση ασθένειας, που από προσωπική μπορεί να εξελιχθεί και σε κληρονομική.
Ο οργανισμός αρρωσταίνει κατά τρόπο ενιαίο και ποτέ τμηματικά. Το να θεωρήσουμε την ασθένεια σαν κάτι το τοπικό είναι μία υπεραπλουστευμένη έννοια, εντελώς θεωρητική και η οποία δεν λαμβάνει υπόψη την οργανική πραγματικότητα της ανθρώπινης βιολογίας και τα σύγχρονα επιτεύγματα της γενετικής και των εξελικτικών επιστημών.
Κι είναι αυτό που πιστοποιείται από αυτή την έρευνα του πανεπιστημίου της Μπρέσια, η οποία δείχνει ότι επιδρώντας θετικά στους λανθασμένους παράγοντες/τρόπους ζωής, αλλάζοντάς τους με ουσιαστικό τρόπο, επιτυγχάνεται μέσα σε λίγους μήνες μία σαφής βελτίωση της υγείας του ασθματικού ασθενή, με μία επακόλουθη πρόοδο όχι μόνο στον έλεγχο της χρόνιας νόσου αλλά και στη σημαντική μείωση (4 φορές) των νυχτερινών αφυπνίσεων, στους περιορισμούς στις καθημερινές δραστηριότητες (μείωση 60%) και στη μείωση της τάξεως του 70% της καθιερωμένης φαρμακολογικής θεραπείας.
Επιτυγχάνεται δηλαδή μία σημαντική βελτίωση της υγείας του ασθενούς που αντικατοπτρίζεται εμφανώς και στον αριθμό των επισκέψεων στο γιατρό, οι οποίες «εκμηδενίζονται», όπως επίσης «εκμηδενίζονται» οι επισκέψεις στα τμήματα επειγόντων περιστατικών και οι νοσηλείες. Κι όλο αυτό οδηγεί σε απτά οικονομικά αποτελέσματα, κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται αμελητέο.
Όλα αυτά τα δεδομένα βρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία με το κλινικο-θεραπευτικό σκεπτικό που βρίσκεται στη βάση της ιπποκρατικής ιατρικής προσέγγισης, η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις, πριν ακόμα ασχοληθεί με τα συνηθισμένα στοιχεία που μπορούν να αποδοθούν στις παθολογικές διαδικασίες του άσθματος, στρέφει την προσοχή της, όσον αφορά στη θεραπεία, στην ξεχωριστή και ενιαία βιολογική υπόσταση του ασθενούς, εκτιμώντας τη γενική του κατάσταση, δηλαδή τις διάφορες εκδηλώσεις στο χρόνο της ατομικής φυσιοπαθολογικής διαδικασίας.
Υπό αυτό το πρίσμα η έρευνα του πανεπιστημίου της Μπρέσια έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο επειδή παρέχει πληροφορίες για τη «σημαντική αύξηση των πιθανοτήτων ελέγχου της νόσου», αλλά και γιατί δείχνει σε ιατρικό επίπεδο μία διαφορετική θεραπευτική οδό που στοχεύει στην αντιμετώπιση της χρόνιας πάθησης ξεκινώντας όχι μόνο από τα συμπτώματα αλλά από τις φυσιοπαθολογικές διαδικασίες που βρίσκονται στη βάση της παθογενετικής διαδικασίας και της εξέλιξής της. Που σημαίνει ότι κάποιες δυσλειτουργικές συνθήκες τοποθετούνται στη βάση ολόκληρης της παθολογικής κατάστασης του ξεχωριστού ατόμου.
Η συνολική βελτίωση της υγείας του ασθενούς είναι ο δρόμος που η ιπποκρατική ιατρική μας δείχνει εδώ και 2.500 χρόνια, ότι δηλαδή ο ασθενής πρέπει να εξετάζεται και να κατανοείται μέσω των προσωπικών του φυσιοπαθολογικών διαδικασιών.
Πρόκειται για μία προσέγγιση που επιτρέπει στο γιατρό να αξιοποιεί από πλευράς κλινικής θεραπείας κατά συνδυαστικό τρόπο την μοναδικότητα του κάθε ξεχωριστού ατόμου και την προσωπική του εξέλιξη στο χρόνο, το πλαίσιο στο οποίο ζει, τις προσωπικές εκφράσεις του ψυχισμού του, καθώς και την ιδιαιτερότητα της οποιασδήποτε παθολογικής εκδήλωσης στη διάρκεια της ζωής του.
Βασικό χαρακτηριστικό της ιπποκρατικής ιατρικής είναι η κατανόηση και η θεραπεία της βιολογικής πραγματικότητας κάθε ατόμου ως καρπού που προκύπτει από τη συνάντηση μεταξύ της φυλογενετικής του εξέλιξης, όπως αυτή εκφράζεται στο επίπεδο της προσωπικής ευπάθειας, και του ιστορικού των διαφόρων εμπειριών του οργανισμού. Ένα ιστορικό προσωπικό, μοναδικό και ανεπανάληπτο, στο οποίο οι τρόποι ζωής και η προσωπική αντιδραστικότητα του ατόμου σε συνάρτηση με αυτούς παίζουν πάντα καθοριστικό ρόλο.