Στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης πολλές επιστημονικές ανακαλύψεις οφείλονται στο ένστικτο και στην ιδιοφυή ιδέα ενός σπουδαίου μελετητή με βαθιά γνώση του αντικειμένου, ενώ πολλές άλλες έγιναν συχνά λόγω συμπτώσεων ή ακόμα ερευνώντας για κάτι άλλο.
Και είναι αυτό ακριβώς που συνέβη στον βραβευμένο με το Νόμπελ Ιατρικής 2008, τον prof. Luc Montagner, στα εργαστήριά του στο Παρίσι, όταν πριν από πάνω από δέκα χρόνια μελετούσε την περίεργη συμπεριφορά ενός μικρού βακτηριδίου, που συχνά συνοδεύεται από τον HIV, το Mycoplasma pirum, που όπως και ο HIV αγαπάει τα ανθρώπινα λεμφοκύτταρα.
Οι έρευνες αυτές συνεχίστηκαν και εμπλουτίστηκαν μέσα στα χρόνια και τα συμπεράσματά τους συλλέχθηκαν μέσα σε δύο παράλληλες μελέτες – μία γαλλική, συντονισμένη από τον ίδιο τον Νομπελίστα Luc Montagnier, και μία ιταλική, με επικεφαλής τον πυρηνικό φυσικό prof. Emilio Del Giudice του International Institute for Biophotonics di Neuss (Γερμανία)- όπου το 2011 δημοσιεύθηκαν στο Journal of Physics.
Οι δύο έρευνες οδήγησαν τους επιστήμονες στη δήλωση ότι υπάρχει μία νέα ιδιότητα του DNA που είναι η επαγωγική ικανότητα των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων σε υδατικά διαλύματα.
Από τις μελέτες φάνηκε ότι μερικές αλληλουχίες του DNA μπορούν να εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητικά σήματα χαμηλών συχνοτήτων σε υδατικά διαλύματα υψηλής αραίωσης, τα οποία διατηρούν έπειτα την «μνήμη» των χαρακτηριστικών του ίδιου του DNA.
Χάρη σε αυτή την ανακάλυψη γίνεται δυνατή, όπως εξήγησαν οι ερευνητές, η υλοποίηση διαγνωστικών συστημάτων- που έως τώρα δεν έχουν ποτέ σχεδιαστεί- βασισμένα πάνω στις «πληροφορίες» του νερού, που βρίσκεται στο ανθρώπινο σώμα, για χρόνιες ασθένειες όπως: Alzheimer, Parkinson, σκλήρυνση κατά πλάκας, ρευματοειδή αρθρίτιδα και για ιογενείς ασθένειες όπως: HIV, γρίπη Α και ηπατίτιδα C. Οι ασθένειες αυτές «πληροφορούν» το νερό του οργανισμού για την παρουσία τους, μεταδίδοντας συγκεκριμένα ηλεκτρομαγνητικά σήματα που μπορούν να «διαβαστούν» και να αποκωδικοποιηθούν.
Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν όχι μόνο για διαγνωστικούς αλλά και για θεραπευτικούς σκοπούς.
Όντως, η έρευνα αυτή δείχνει έναν δρόμο για μία καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών με τους οποίους δρα το ομοιοπαθητικό μοντέλο.
Παρεμβαίνοντας στη μνήμη του νερού του οργανισμού, θα μπορούσε μελλοντικά να υπάρξει η δυνατότητα υλοποίησης φαρμακευτικών θεραπειών άνευ παρενεργειών, οι οποίες θα βασίζουν τον μηχανισμό δράσης τους στο νερό που θα έχει την «πληροφορία» από το ηλεκτρομαγνητικό σήμα που παράγουν οι ουσίες που έχουν διαλυθεί μέσα του σε χαμηλότατες περιεκτικότητες (δηλαδή με δραστικές ουσίες υψηλών αραιώσεων) και «ενεργοποιημένο» μέσω συγκεκριμένων χημικό-φυσικών τεχνολογιών.
Νέα φάρμακα με θεραπευτικές ιδιότητες, τα οποία, όμως, -χάρη στις υψηλές αραιώσεις της δραστικής ουσίας- δεν θα δίνουν παρενέργειες.
Πηγή: Journal of Physics
*Ο Luc Montagnier είναι ιατρός, βιολόγος, ειδικός των ρετροϊών, διευθυντής ερευνών στο CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών) της Γαλλίας και μέλος της γαλλικής Ιατρικής Ακαδημίας. Διευθύνει ένα ερευνητικό τμήμα του Ινστιτούτου Παστέρ στο Παρίσι, και έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία. Το 1983 ανακάλυψε, μαζί με τους συνεργάτες του, τον ιό του AIDS. Για το επίτευγμά του αυτό, το 2008 τιμήθηκε μαζί με την Françoise Barré-Sinoussi και τον Robert Gallo με το βραβείο Νόμπελ για την ιατρική.